τρίωρος

τρίωρος
-η, -ο / τρίωρος, -ον, ΝΜ
αυτός που διαρκεί τρεις ώρες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τρίωρο
χρονικό διάστημα τριών ωρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -ωρος (< ὥρα), πρβλ. ἑπτά-ωρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τρίωρος — η, ο 1. που διαρκεί τρεις ώρες: Τρίωρη συνομιλία. 2. το ουδ. ως ουσ., τρίωρο χρονικό διάστημα τριών ωρών, τρεις ώρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… …   Dictionary of Greek

  • τριωρία — ἡ, ΜΑ [τρίωρος] χρονική περίοδος τριών ωρών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”